Σαν παλιά φωτογραφία

 
        
          
 Της Δώρας Κριμπά
 
Ταξιδεύω.  Μ’ αρέσει να ξεφεύγω.  Να βλέπω εκείνο το καινούριο σε κάποιο άλλο σημείο του πλανήτη . Να χαζεύω τα  επιβλητικά κτίρια όλων των ρυθμών, να κινούμαι σε  ασφαλείς αυτοκινητοδρόμους .  Να γνωρίζω διαφορετικούς πολιτισμούς, περίεργες γεύσεις, ξένες λέξεις.
Ήταν μέχρι να πείσω τον εαυτό μου να μπει στο αεροπλάνο. Αν είναι να έρθει η ώρα μου θα με βρει όπου και να ’μαι. Οπότε αντιμετώπισα τον φτερωτό εχθρό  κι από τότε συνέχεια  να φεύγω θέλω.
Αναζητώ προορισμό και σε κάθε προγραμματισμό περνάω ατελείωτες ώρες  αγκαλιά με τους ταξιδιωτικούς οδηγούς.
 Όπου κι αν πάω  κάτι βρίσκω να πάρω μαζί μου. Άυλο μα ανεξίτηλο.
Λάτρεψα την αύρα της  Βαρκελώνης, ερωτεύτηκα τον υδάτινο ρομαντισμό της Βενετίας ,  σάστισα με τα πάρκα του Λονδίνου. Ένοιωσα παιδί περιτριγυρισμένη  από χιλιάδες σοκολατένιες φιγούρες  στις Βρυξέλλες. Εκτίμησα βαθιά  την αξία της ελεύθερης μετακίνησης  περπατώντας κατά μήκος του τμήματος που έχει απομείνει από το τείχος του Βερολίνου στην East Side Gallery.
Όσες μέρες ποτέ δεν είναι αρκετές όμως πάντα έρχεται απρόσκλητη  η επιθυμία να γυρίσω σπίτι.
Όταν επιστρέφω παρατηρώ την πόλη μου. Σκέφτομαι σαν μαθήτρια , λες και γράφω έκθεση. Δεν έχει χρώματα  ούτε πράσινο.
Απρόσωπη, μουντή,  περισσότερα αυτοκίνητα, τόνοι απορριμμάτων, λιγοστές πλατείες ακάθαρτες  γεμάτες επαίτες.  Εγκαταλελειμμένα νεοκλασικά, πεζοδρόμια για κλάματα,  δρόμοι σε μαύρα χάλια. Κλειστά καταστήματα θύματα της κρίσης, εκατοντάδες  άνεργοι που «κόβουν» βόλτες δεξιά κι αριστερά.  Μετανάστες στο λιμάνι, στο κέντρο, στις συνοικίες , στα φανάρια, μέσα σε ετοιμόρροπα  κτίρια, έξω από τα σούπερ μάρκετ. Αυτομάτως έρχονται στο μυαλό μου τα αναρίθμητα περιστατικά που περιλαμβάνει συχνά-πυκνά  το τοπικό αστυνομικό δελτίο. Εν ψυχρώ δολοφονικές επιθέσεις, ληστείες, κλοπές, ναρκωτικά, συνεχείς συμπλοκές μεταξύ αλλοδαπών .
 Ποιος νοιάζεται;  
Πως μεταμορφώθηκε έτσι η πόλη που κουβαλά στους ώμους της την ιστορία της πάλαι ποτέ βαριάς βιομηχανίας, της πύλης προς τη Δύση;
 Αρχίζουν οι συγκρίσεις κι ακολουθεί  πάντα η ίδια φράση:  «Που ήμουν και που γύρισα». Κι ας αναζήτησα τον τόπο μου.  Κι ας μονολόγησα  «σπίτι μου σπιτάκι μου» όταν ξεκλείδωσα την εξώπορτα .
 Αμφιταλαντεύομαι…
Δεν ξέρω τι μάγια μου έχει κάνει η Πάτρα και  καταφέρνει να με κρατά κοντά της.  Ίσως  είναι που εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα.  Ίσως είναι η ανάμνηση της εφηβικής βόλτας  το σούρουπο στο λιμάνι , το ηλιοβασίλεμα της  που  υποστηρίζω πως είναι καλύτερο από της Σαντορίνης.   Ίσως που στέκει δίπλα στη θάλασσα. Ίσως είναι που έζησα την παρελθοντική αίγλη του Πατρινού Καρναβαλιού. Ίσως  που  κάποτε μαζί με τα ατίθασα νιάτα της  γενιάς μου δεν χόρταινα τη φημισμένη, πεθαμένη πια, νυχτερινή ζωή της.
Περιμένοντας  την πολυπόθητη ανάπτυξη εξακολουθεί να με διακατέχει μια υπέρμετρη τοπικιστική νοοτροπία. Δεν θα σταματήσω να βρίσκω κάτι δικό μας και να επιμένω  πως είναι καλύτερο. Όπως με το ηλιοβασίλεμα.
Γκρινιάρα, μίζερη, γκρίζα η  Αχαϊκή Πρωτεύουσα  αλλά δεν την εγκαταλείπω. Ψάχνω να βρω τη χαμένη ομορφιά της. Κι όποτε θυμώνω μαζί της  τη φαντάζομαι σε ασπρόμαυρους ξεθωριασμένους  τόνους .  Σαν παλιά φωτογραφία τραβηγμένη σε μια άλλη εποχή!

Σχόλια